Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Βαν Γκογκ, ένας άγιος για μια θρησκεία χωρίς θεό


«Ερωτεύεσαι καμιά φορά, Τεό; Θα ‘θελα να ερωτευόσουν, γιατί, πίστεψέ με, οι «μικρές δυστυχίες» έχουν κι αυτές την αξία τους. Είσαι απελπισμένος, υπάρχουν στιγμές που νομίζεις πως βρίσκεσαι στην κόλαση, μα υπάρχει και κάτι άλλο, κάτι το καλύτερο.»
Επιστολή στον Τεό
Του Μάνου Στεφανίδη από το ιστολόγιό του
Λίγοι ζωγράφοι από την παγκόσμια ιστορία της τέχνης έχουν κερδίσει τόση και τέτοια δημοφιλία όση ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ. Βοήθησε σε αυτό η μυθολογία που πλέχτηκε γύρω από την δραματική του αυτοκτονία; Επειδή ακόμα και οι νεοτερικές κοινωνίες χρειάζονται ένα αποδιοπομπαίο τράγο, έναν αμνό που θα σηκώσει τις αμαρτίες των υπολοίπων. Προσωπικά πιστεύω ότι είναι η ίδια η ζωγραφική του πρόταση και ο μοναδικός χαρακτήρας της έντασής της που τον κατέστησε με μιας αποδεχτό και σε ειδήμονες αλλά και στο ευρύ κοινό. Και επειδή μέσα σε δέκα μόλις χρόνια κατάφερε να μετατρέψει την ανάλαφρη ηλιακή ζωγραφική των Ιμπρεσιονιστών σε κάτι πιο βαθύ και πιο υπαρξιακό και να καταστεί ο απόλυτος πρόδρομος όλων των εξπρεσιονιστικών κινημάτων του 20ου αιώνα.
Ο Βαν Γκογκ, στροβιλίζοντας το πινέλο του πάνω σε έναν πυρπολημένο από ένταση καμβά ανασηκώνει την επιδερμίδα της φύσης για να δει τι συμβαίνει μέσα, σπάει τη κρούστα των προσώπων και των πραγμάτων για να συναντήσει άλλοτε τη Κόλαση και άλλοτε τον Παράδεισο. Σήμερα πάλι ο Βαν Γκογκ αντιμετωπίζεται σαν ένας σταρ ισότιμος με όλους τους σύγχρονους σταρ, ισορροπώντας ανάμεσα στην αγιότητα και τη διαφήμιση. Κι όμως. Η βαθύτερη ουσία του έργου του διασώζεται παρά τον θεσμοποιημένο κανιβαλισμό του μεγάλου πλήθους.
Προσωπικά έχω δυσπιστία προς κάθε φαντασμαγορία που βλέπει το έργο τέχνης οριζόντια, απλά ως εικόνα, χωρίς να ερευνά την κάθετη του διάσταση. Επειδή δεν ζούμε στην εποχή της εικόνας αλλά μάλλον της δόλιας απομάγευσής της. Μεταφέρεται λοιπόν η παραφορά της πινελιάς του Βαν Γκογκ στην κινούμενη εικόνα και στη ψηφιακή γλώσσα; Σίγουρα όχι. Μεταφέρεται όμως η ένταση μια ολόκληρης εποχής και ασφαλώς σημαίνεται η ιδιαιτερότητα ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Από σήμερα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η εταιρία ΛΑΒΡΥΣ μέσα από χείμαρρους μορφών που ρέουν, μας καλεί να ανακαλύψουμε όχι τόσο έναν ζωγράφο όσο τον εαυτό μας τον ίδιο και να διεκδικήσουμε ποιότητες που έχουμε εξοστρακίσει ηλιθιωδώς από τις ζωές μας. Ως ιστορικός τέχνης πίστευα ότι πρέπει να υπερασπίζομαι τα έργα καθ’ αυτά και όχι και όχι την όποια μεταφορά τους. Όταν όμως το 2006 είδα στο Άμστερνταμ την ιδιοφυή παρέμβαση που επιχείρησε ο Peter Greenaway στη «¨Νυχτερινή φρουρά» του Ρέμπραντ, διαπίστωσα κάτι που έκτοτε σημάδεψε την επιστημονική και την διδακτική μου διαδικασία: Το ότι δηλαδή υπάρχει ένας μυστικός δεσμός ανάμεσα στη ζωγραφική και το σινεμά, ανάμεσα στην στατική και την κινούμενη εικόνα. Και ότι όσο πιο πολύ ερευνούμε τη σχέση αυτή τόσο πιο πολύ κερδίζουμε και σε γνώσεις και σε αισθητική εμπειρία. Αυτό συμβαίνει από σήμερα στο Μέγαρο Μουσικής όπου παντρεύονται η ψηφιακή τεχνολογία και η μεγάλη τέχνη χωρίς μάλιστα να γίνεται καμία έκπτωση σχετικά. Ο ίδιος ο Βαν Γκογκ , πιστεύοντας πως η τέχνη μπορεί να λειτουργεί σαν μια θρησκεία χωρίς θεό, έλεγε: «Προτιμώ την μελαγχολία που ελπίζει παρά την άλλη, την σκοτεινή που απελπίζει».


Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ, γεννήθηκε στις 30 Μαρτίου του 1853 στην πόλη Zundert της Ολλανδίας και πέθανε στις 28 Ιουλίου του 1890 στο Auvers-sur-Oise της Γαλλίας. Ήταν ο πρωτότοκος γιος μιας πολυμελούς οικογένειας με 8 αδέρφια. Ο πατέρας του Θεόδωρος Βαν Γκογκ ήταν πάστορας και η μητέρα του Άννα Κορνήλια Μπαρμπέντους υπήρξε μια γυναίκα με κλίση στα γράμματα και τις τέχνες. Τα παιδικά του χρόνια ήταν σχετικά ήσυχα. Χαρακτήρας μοναχικός, ήταν φυσιολάτρης, απολάμβανε να περπατά στην εξοχή και το μόνο άτομο που επέλεγε να τον συνοδεύει σε αυτό το ταξίδι αυτογνωσίας ήταν ο κατά 4 χρόνια μικρότερος αδερφός του Τεό. Σε νεαρή ηλικία παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας αλλά και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα. Στα 16 του χρόνια έχοντας δοκιμάσει με αποτυχία αρκετά επαγγέλματα και αφού δεν ήταν καλός μαθητής, σταμάτησε νωρίς την φοίτηση του στο σχολείο για στραφεί στο εμπόριο έργων τέχνης στην εταιρία Goupilator & Company στο Άμστερνταμ. Εκεί εργάστηκε έπειτα και ο αγαπημένος του αδερφός. Αργότερα στα 1873 ταξιδεύει στο Λονδίνο και στο Παρίσι και εκδηλώνει έντονο ενδιαφέρον για την θρησκεία. Ίσως αφορμή να υπήρξε η πρώτη ερωτική του απογοήτευση από την Ούρσουλα, κόρη της σπιτονοικοκυράς του στο Παρίσι. Το 1876 επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάζει θεολογία έως το 1878 ενώ την ίδια χρονιά αναλαμβάνει θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο.
Η απαρχή λοιπόν του ζωγραφικού του έργου έρχεται σε αντίθεση με την τελευταία περίοδο αφού εκεί χρησιμοποιεί ανοιχτά, φωτεινά χρώματα (ηλιακά κίτρινα) επηρεασμένος από την ιαπωνική χαρακτική.
Οι εντονότατες αυτές αντιθέσεις οφείλονται σε μια τεράστια εξελικτική πορεία γεμάτη επιρροές κι έντονες εναλλαγές. Ξεκινώντας ουσιαστικά από τα 27 του χρόνια, στα 1880 όπου παρακολουθεί τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής με δάσκαλο τον συγγενή του Άντον Μωβ (Anton Mauve) με τον οποίο αργότερα ήρθε σε ρήξη για καλλιτεχνικά ζητήματα. Το επόμενο του πρότυπο υπήρξε ο Ζαν Φρανσουά Μιλέ (Jean-François Millet) τον οποίο θαυμάζει απεριόριστα για την ποιητική διάσταση της τόσο χοϊκής ζωγραφικής του. Το 1885 συνεχίζει τις σπουδές του για σύντομο χρονικό διάστημα στην Ακαδημία της Αμβέρσας αλλά αποβάλλεται από τον καθηγητή του Ευγένιο Σίμπερτ (Eugene Siberdt). Τον επόμενο χρόνο, το 1886, επισκέπτεται τον αδερφό του στο Παρίσι που είναι πια ένας επιτυχημένος έμπορος έργων τέχνης στην Μονμάρτη, κέντρο της μποέμικης, καλλιτεχνικής δραστηριότητας.
Σε αυτή την περίοδο της ζωής του διαμορφώνει την τελική μορφή του προσωπικού του ιδιώματος αφού είχε την πρώτη του επαφή με τους ιμπρεσιονιστές (Εντγκάρ Ντεγκά, Τουλούζ-Λωτρέκ, Καμίγ Πισαρό, Πωλ Γκωγκέν). Η παλαιότερη σκοτεινή του θεματολογία αναβαπτίζεται τώρα με ηλιακά καθαρά χρώματα. Το 1888 εγκαταλείπει το Παρίσι και ταξιδεύει στην Προβηγκία, στα νότια της Γαλλίας όπου εμπνέεται από την αγροτική ζωή των γηγενών και τη μεσογειακή φύση, το πυρετικό φως της οποίας καταθέτει τους πίνακές του. Τελικά καταλήγει στην Αρλ, και στο περίφημο «κίτρινο σπίτι» όπου τον επισκέπτεται ο φίλος του Γκωγκέν. Ονειρεύονται μαζί μια κολεκτίβα καλλιτεχνών απαλλαγμένη από την μικροαστική ματαιοδοξία του Παρισιού. Όμως λίγους μήνες αργότερα διαφωνούν έντονα με αποτέλεσμα ο Γκωγκέν να αποχωρήσει δραματικά και ο Βαν Γκογκ να αυτοτραυματιστεί (Δεκέμβριος 1889). Ήδη έχει εγκαινιαστεί η αρχή του τέλους για έναν δημιουργό που αντιμετώπιζε την τέχνη ως μορφή νέας θρησκείας. Στις αρχές του 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό άσυλο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στο Saint-Rémy-de-Provence. Εκεί διαμένει για μερικούς μήνες όπου συνεχίζει να ζωγραφίζει σχετικά ήρεμα και χωρίς διακοπή. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει το ψυχιατρείο για να διαμένει κοντά στο Παρίσι στο Auvers-sur-Oise όπου και παρακολουθείται από τον φιλότεχνο ιατρό Paul Gachet, απεσταλμένο από τον φίλο του Καμίγ Πισαρό. Ήδη προσεγγίζουμε το τέλος του δράματος. Αυτή η περίοδος της ζωής του είναι στάσιμη καλλιτεχνικά αφού το μοναδικό έργο που ζωγράφισε, είναι η ταραχώδης προσωπογραφία του ιατρού Gachet. Όλες αυτές οι έντονες, ψυχικές διαταραχές και η βαθιά κατάθλιψη τον οδηγούν στο να θέσει τέλος στη ζωή θεωρώντας τον εαυτό του αποτυχημένο και καλλιτεχνικά και υπαρξιακά. Στις 27 Ιουλίου του ίδιου έτους αυτοπυροβολείται και πεθαίνει δυο μέρες αργότερα.


Συνολικά ο Βαν Γκογκ σε διάρκεια 10 ετών δημιούργησε 800 πίνακες και περίπου 1000 μικρότερα σχέδια. Στην πρώτη περίοδο της δημιουργίας του δουλεύει με μολύβι, πενάκι, κάρβουνο, σινική μελάνη, σχεδιάζει τους γονείς του και την αδερφή του Βιλελμίνη, τους χωρικούς που δουλεύουν στα χωράφια, οι σκληρές αυτές μορφές αποδίδονταν πολύ ρεαλιστικά με τις έντονες γραμμές του Βαν Γκογκ και τα απάλυνε χρωματίζοντας τα με την ακουαρέλα. Έπειτα από την δεύτερη ερωτική του απογοήτευση με την εξαδέλφη του Κέις Βος η οποία όντας χήρα είχε αποφασίσει να μείνει πίστη στην μνήμη του άνδρα της και τον απέρριψε, ξεκινά έναν άλλο τρόπο ρεαλιστικής σχεδίασης. Ζωγραφίζει δρόμους, κήπους, κλπ., με αγάπη για τις λεπτομέρειες, (ένα μοτίβο που ακολουθούσαν οι παλιοί Ολλανδοί δάσκαλοι).
Ο Βαν Γκογκ, τραγική ειρωνεία, έγινε ευρέως γνωστός σαν ένας άγιος του μοντερνισμού λίγο μετά τον τραγικό του θάνατο. Η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία ιδιαίτερα μετά τις αναδρομικές του εκθέσεις στο Παρίσι το 1901, στο Άμστερνταμ το 1905, στην Κολωνία το 1912, στην Νέα Υόρκη το 1913 και στο Βερολίνο το 1914. Ο ζωγράφος, ολοκληρώνοντας την προσέγγιση των Ρομαντικών στο τοπίο που ξεκίνησε από τα τέλη του 19ου αιώνα, ζωγραφίζει θέματα αποκλειστικά καθοδηγημένος από την εσωτερική του παραφορά. Για τον Βαν Γκογκ ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει μόνο ως κατευθείαν αντανάκλαση του εκρηκτικού του ψυχισμού.
Χωρίς αμφιβολία ο Βαν Γκογκ θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ζωγράφους όλων των εποχών κυρίως γιατί υπερέβη την εύκολη διακοσμητικότητα και έκανε πάλι τη ζωγραφική αυτό που ανέκαθεν ήταν : Ο τρόπος να ψηλαφούμε με ορατά μέσα στο αόρατο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου